ἀνοικονόμητος

ἀνοικονόμητος
ἀνοικονόμητος
not set in order
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανοικονόμητος — η, ο (Α ἀνοικονόμητος, ον) αβόλευτος, ατακτοποίητος νεοελλ. ειρων. 1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του 2. ενοχλητικός, άπληστος αρχ. αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά …   Dictionary of Greek

  • ανοικονόμητος — η, ο αβόλευτος, ακατάστατος, δύσκολος: Είναι άνθρωπος ανοικονόμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοικονομήτως — ἀνοικονόμητος not set in order adverbial ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικονόμητον — ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc sg ἀνοικονόμητος not set in order neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικονομήτους — ἀνοικονόμητος not set in order masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικονόμητα — ἀνοικονόμητος not set in order neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυμμάζευτος — ασυμμάζευτος, η, ο και ασυμμάζωχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμαζεύεται, ανοικονόμητος, ρέμπελος: Έχει μια κόρη ασυμμάζωχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”